- κέλλω
- κέλλω και ὀκέλλω (Α)1. προχωρώ, ξεκινώ, κινώ προς τα εμπρός2. οδηγώ πλοίο στην ξηρά3. κάνω να εξαχθεί κάτι στην ξηρά, αποβιβάζω4. (αμτβ.) (για πλοίο ή ναύτες) έρχομαι στην ακτή ή στο λιμάνι, ελλιμενίζομαι, προσορμίζομαι, αράζω5. κινώ6. τρέχω γρήγορα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κέλλω < *κέλ-j-ω, όπως και το ρ. κέλομαι, παρά τη διαφορά σημασίας, ανάγονται στην ΙΕ ρίζα *kel- «κινώ, θέτω σε γρήγορη κίνηση» (πρβλ. αρχ. ινδ. kălayati «ωθώ», λατ. celer «γρήγορος» και κελεύω*). Απαντά επίσης και ενεστωτικός τ. ὀκέλλω, που εμφανίζει πρόθεμα -ο- (πρβλ. ο-τρύνω). Ο ποιητ. τ. κέκλομαι σχηματίστηκε στους αλεξανδρινούς χρόνους υποχωρητικά από τον αόρ. ἐκέκλετο τού ρ. κέλομαι. Η σημ. τού ρ. κέλομαι «καλώ, προσφωνώ» οφείλεται σε επίδραση τού ρ. καλώ.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) εξοκέλλωαρχ.αποκέλλω, εγκέλλω, εισκέλλω, επικέλλω, εποκέλλω, περιοκέλλω, προσκέλλω, προσοκέλλω, συγκέλλω, συνεξοκέλλω, συνεποκέλλω, υποκέλλω].
Dictionary of Greek. 2013.